μακροημερεύσῃ

μακροημερεύσῃ
μακροημερεύσηι , μακροημέρευσις
length of days
fem dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μακροημέρευση — η το να ζει κανείς για πολλά χρόνια, η μακροζωία, η μακροβιότητα (βλ. λλ.): Μας ευχήθηκαν μακροημέρευση και ευτυχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος …   Dictionary of Greek

  • μακροζωία — η (Μ μακροζωΐα) το να ζει κάποιος πολλά χρόνια, η μακροβιότητα, η μακροημέρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρόζωος] …   Dictionary of Greek

  • μακροημερία — μακροημερία, ἡ (ΑM) [μακροήμερος] μακροβιότητα, μακροημέρευση || (αρχ) η παρέλευση τού χρόνου …   Dictionary of Greek

  • μακρύς — ιά, ύ και μακριός, ά, ό (Μ μακρύς, ιά, ύ) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι») 2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοημέρευσις — μεγαλοημέρευσις, ἡ (Α) μακροημέρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεγαλοημερεύω] …   Dictionary of Greek

  • μνημονεύω — (ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) [μνήμων] 1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.) 2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι… …   Dictionary of Greek

  • πολυημερία — ἡ, Α [πολυήμερος] 1. η μακροημέρευση 2. χρονικό διάστημα πολλών ημερών …   Dictionary of Greek

  • πολυχρονίζω — ΝΜΑ, και πολυχρονάω Ν γίνομαι πολύχρονος, ζω πολύ, διαρκώ πολύ χρόνο νεοελλ. 1. (σε ευχή) παρατείνω τον χρόνο ζωής κάποιου, καθιστώ κάποιον πολύχρονο («η Παναγία να σέ πολυχρονίζει») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) πολυχρονισμένος και πολυχρονεμένος α)… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”